- μελανησιακός
- -ή, -ό [Μελανήσιος]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Μελανησία, μεγάλη συστάδα νήσων τής Ωκεανίας, ή στους Μελανησίους2. φρ. «μελανησιακή γεωγραφική φυλή» — ομάδα πληθυσμών που ζουν στη Νέα Γουινέα, στο Αρχιπέλαγος Λουισιάντ, στις νήσους Λουαγιωτέ, Σάντα Κρους και Σολομώντος, στη Νέα Καληδονία, στις Νέες Εβρίδες, καθώς και στις νήσους Φίτζι και άλλα μικρότερα νησιά τού Ειρηνικού Ωκεανού και έχουν σκούρο δέρμα, κυματιστά ώς βοστρυχώδη μαλλιά και τραχιά χαρακτηριστικά.
Dictionary of Greek. 2013.